Αρθρογραφία

Πατριαρχία: Φάκελος εκδικητική πορνογραφία, άρθρο στο marketnews.gr

Η μη συναινετική πορνογραφία είναι, επίσης, γνωστή και ως διαδικτυακή εκμετάλλευση ή «εκδικητική πορνογραφία» (revenge porn), ενώ επιστήμονες αντιπροτείνουν τον όρο «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας», θεωρώντας τον ακριβέστερο, αφού ο όρος «εκδικητική πορνογραφία» είναι αποπροσανατολιστικός και λειτουργεί στο συλλογικό υποσυνείδητο εις βάρος των θυμάτων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχε προηγηθεί κάποια επιλήψιμη συμπεριφορά από το θύμα και παραπέμπει στη βιομηχανία της πορνογραφίας, όπου, όμως, η μαγνητοσκόπηση και προβολή γίνεται εν γνώσει των συμμετεχόντων.

Πρόκειται για διαδικτυακή διανομή φωτογραφιών ή βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου χωρίς τη συναίνεση του ατόμου που πρωταγωνιστεί σε αυτά. Παρ' όλο που είναι το πλέον σύνηθες, οι δράστες δεν είναι κατ’ ανάγκη σύντροφοι ή πρώην σύντροφοι και το κίνητρο δεν είναι πάντα η εκδίκηση.

H μη συναινετική δημοσιοποίηση ιδιωτικού, ερωτικής φύσης, οπτικοακουστικού υλικού θεωρείται υποκατηγορία ενός ευρύτερου φαινομένου, της άσκησης βίας μέσω διαδικτύου που στρέφεται κυρίως κατά γυναικών και κοριτσιών, αλλά και μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Φαινόμενο που περιλαμβάνει από πιο ήπιες μορφές ψηφιακής παρενόχλησης μέχρι ακραίες μορφές κακοποίησης, όπως ο σεξουαλικός εκβιασμός (sextortion), απειλές για βιασμό και κατά της ζωής, διαρροή προσωπικών δεδομένων ως και ψηφιακά υποστηριζόμενη εμπορία ανθρώπων.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) το 90% των θυμάτων εκδικητικής πορνογραφίας είναι γυναίκες, ενώ μία στις δέκα γυναίκες έχει υποστεί κάποια μορφή διαδικτυακής βίας ήδη από τα 15 της. Κυρίως οι νέες 18-24 ετών βιώνουν διαδικτυακή καταδίωξη και σεξουαλική παρενόχληση, ενώ 7 στις 10 γυναίκες που έχουν βιώσει διαδικτυακή καταδίωξη έχουν επίσης βιώσει τουλάχιστον μια μορφή σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας από στενό σύντροφο.

Τέλος, σε 10.000 παγκοσμίως υπολογίζονται οι ιστοσελίδες που δημοσιεύουν revenge porn. (πηγή: Cyber Civil Rights Initiative & Εconomist).

Με πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση του Εφετείου, για παραπομπή σε κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα στην περίπτωση revenge porn, σημειώνοντας ότι η νομοθετική πρόβλεψη για την ύπαρξη περιουσιακού οφέλους από τον όποιον κατηγορούμενο, που οδηγεί σε κακούργημα, ισχύει και στην περίπτωση ανεπανόρθωτης ηθικής βλάβης.

Αναφερόμενο το Ανώτατο Δικαστήριο στις συνταγματικές επιταγές, αναγνωρίζει στην απόφασή του "ως αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου όχι μόνο να διαθέτει και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την προσωπικότητά του "ως αυτόνομο, αυτεξούσιο και αυτοδιάθετο μη περιουσιακό αγαθό” αλλά και να αναπτύσσει αυτήν σε όλο το φάσμα της οργανωμένης από το κράτος κοινωνικής ζωής, ήτοι στον κοινωνικό, οικονομικό και στον πολιτικό τομέα αυτής.

Επομένως, καταλήγει, «συντρέχει κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής τοιαύτη».

Στην δίκη του παρουσιαστή, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν αξιοποίησε την παραπάνω Νομολογία, παρά την αντίθετη εισήγηση της Εισαγγελέως της έδρας, που είχε ζητήσει να παραπεμφθεί η υπόθεση σε ανώτερο δικαστήριο, αφού έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε «σκοπός βλάβης», αλλά τον καταδίκασε σε πέντε χρόνια φυλάκισης με αναστολή, εμφάνιση μία φορά το μήνα σε αστυνομικό τμήμα στον τόπο κατοικίας του, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ.

Στα ερωτήματα που γεννιούνται από την παράβλεψη απόφασης του Αρείου Πάγου, θα απαντήσει η Δικαιοσύνη, αν η παθούσα επιλέξει να προσφύγει σε δεύτερο βαθμό, νομίζω όμως, ότι οφείλουμε να αναδείξουμε και άλλες πλευρές του ζητήματος που ενίοτε επισκιάζονται από τη νομική προσέγγιση: σύμφωνα με βρετανική έρευνα που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο, περισσότερο από το 40% των συμμετεχόντων γνώριζε κάποιον που είχε πέσει θύμα εκδικητικής πορνογραφία, ενώ, κάποιοι από τους θύτες ισχυρίστηκαν ότι οι φωτογραφίες ήταν «ιδιοκτησία» τους και είχαν κάθε δικαίωμα να τις δημοσιεύσουν. Το να θεωρούν δικαίωμά τους να δημοσιεύσουν βίντεο με σεξ παρά τη θέληση των συντρόφων τους έχει καθαρά έμφυλα κίνητρα και βαθιές μισογυνικές ρίζες, αφού η Πατριαρχία θεωρεί το σεξ απαγορευμένο και ταπεινωτικό για τις γυναίκες, οι οποίες θεωρείται ότι καταλαμβάνουν σε αυτό έναν ρόλο υποταγής που εγγενώς τις υποβιβάζει.

Να επισημάνουμε επίσης, ότι όλοι αυτοί οι διαδικτυακοί κακοποιητές δε θα υπήρχαν αν δεν έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για την διάπραξη των εγκλημάτων τους: όχι μόνο στις πρόθυμες ιστοσελίδες που επιτρέπουν να ανεβάσει κανείς βίντεο χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση όλων των πρωταγωνιστών, αλλά, κυρίως, στους θιασώτες του victimblaming, για τους οποίους μια γυναίκα που μαγνητοσκοπήθηκε (με ή χωρίς τη θέλησή της), δεν μπορεί, κάπου έχει φταίξει, και ακριβώς αυτό το κράμα επίκρισης και αδιαφορίας είναι η βασική αιτία που, πολλές φορές, αποτρέπει γυναίκες θύματα κακοποιητικών συμπεριφορών από το να μιλήσουν.

Να θυμίσουμε σε όλους αυτούς που αιώνες τώρα, κουνάνε επιδεικτικά το δάχτυλο σε κάθε κορίτσι, κοπέλα, γυναίκα για το πώς θα προφυλάσσεται από τον κάθε ανήθικο, χυδαίο και ανεπαρκή που θα βρεθεί στον δρόμο της, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους άντρες, ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των γυναικών να διαθέτουν το σώμα τους όπως θέλουν, σε όποιον θέλουν. Είτε πρόκειται για έκφραση σεξουαλικότητας, είτε για δικαίωμα στην άμβλωση, κάθε γυναίκα ορίζει το σώμα της, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες της.

Αντί λοιπόν με νουθεσίες και παραινέσεις να συντηρούμε μια (α) φυσική κατάσταση, ας μιλήσουμε ανοικτά για την επιβολή μιας δήθεν αρσενικής δύναμης, την ενοχοποίηση του σεξ για τις γυναίκες, την υποτίμηση λόγω φύλου, την κανονικοποίηση της έμφυλης βίας, την χειραγώγηση της γυναίκας, την πεποίθηση ότι η γυναίκα είναι ένα αντικείμενο απόλαυσης του άντρα, την πλημμέλεια του εκπαιδευτικού συστήματος, την απουσία παιδείας στην οικογένεια, όλα αυτά που οπλίζουν το χέρι του γυναικοκτόνου, που καθιστούν τη γυναίκα εύκολο θύμα εκβιασμού, κακοποίησης, τυραννικού ελέγχου.

Αριστερά και δικαιώματα ή αλλιώς Dance me to the end of love, άρθρο στην Αυγή

Αριστερά και Δικαιώματα.
ή αλλιώς Dance me to the end of love
 
Αν σημειώνουμε στον τίτλο το εμβληματικό κομμάτι του Λέοναρντ Κοέν είναι για να υπενθυμίσουμε την
τραγική σπορά του, όπως λέει ο ίδιος, την φούγκα του θανάτου. Για να θυμίσουμε σε όλους, όλες και όλα
ότι τα δικαιώματα δεν είναι κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, αλλά υπόκειντα,ι δυστυχώς, στην πολιτική
συγκυρία. Σήμερα είναι ορατό σε κάθε καλόγνωμο, αριστερό, οικολόγο, σοσιαλδημοκράτη, δημοκράτη,
πολίτη της χώρας ότι τα δικαιώματα, ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, υποχωρούν ραγδαία. Η χώρα μας
πλέον σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών, αλλά και σε ρεπορτάζ έγκυρων Μέσων του εξωτερικού
λοιδορείται εξαιτίας των πολιτικών της κυβέρνησης. Οι 19 γυναικοκτονίες αλλά και οι απανωτές
καταγγελίες γυναικών για σεξουαλική κακοποίηση αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση, τους
μηχανισμούς του κράτους, αλλά και από τα συστημικά Μέσα ως περίπου φυσικό και αναπόδραστο
φαινόμενο και το θύμα διαπομπεύεται. Τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας μένουν απλώς ένας κενός
λόγος και ο καθημερινός ρατσισμός σε βάρος τους αυξάνεται. Τα δικαιώματα της μειονότητας της
Θράκης είναι για την κυβέρνηση γραμμένα σε άγραφο χαρτί. Τα εργασιακά δικαιώματα συντρίβονται από
την λαίλαπα των αντεργατικών νόμων. Συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι ότι οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι,
οι νεόπτωχοι, αποστερούνται βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε
ότι η ακραία φτώχεια θίγει τον σκληρό πυρήνα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που είναι το Δικαίωμα σε
μία αξιοπρεπή διαβίωση. Και ο πολίτης που χάνει την πρόσβαση του στα κοινωνικά δικαιώματα μοιραία
βλέπει να αφυδατώνονται και τα ατομικά και τα πολιτικά του δικαιώματα. Η αποδυνάμωση του Ε.Σ.Υ
αλλά και η διάλυση του δημόσιου σχολείου υπονομεύουν καίρια το κράτος πρόνοιας. Η αστυνομοκρατία,
η δίωξη των δημοσιογράφων που δεν είναι αρεστοί στην κυβέρνηση, θυμίζουν όλο και περισσότερο όχι
ένα δημοκρατικό κράτος, αλλά μια πολιτεία που σταδιακά ουρμπανοποιείται. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. οδεύει
προς το 3ο Συνέδριο του. Ένα συνέδριο κομβικό για την περαιτέρω πορεία του. Στη συνείδηση των
πολιτών έχει καταγραφεί ως ο κατ’ εξοχήν πολιτικός χώρος που υπερασπίζεται τα δικαιώματα, όπως
απέδειξε και στα χρόνια της διακυβέρνησης, όταν, ασφαλώς, θα μπορούσε να κάνει περισσότερα. Είναι
όμως αδιαμφισβήτητο ότι έφερε στο δημόσιο διάλογο ζητήματα τα οποία θεωρούνταν ταμπού και με
σειρά νομοθετημάτων έδωσε ορατότητα σε πολίτες που στερούνταν θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ενόψει του συνεδρίου μας οφείλουμε με σαφείς και ξεκάθαρες θέσεις να δώσουμε φωνή σε αυτούς που
δεν έχουν. Στους πρόσφυγες και στους μετανάστες, στα ΑΜΕΑ, στα μέλη της L.G.B.T.Q+ κοινότητας,
των φυλακισμένων, στην μειονότητα της Θράκης, στις γυναίκες, στους ΡΟΜΑ, να δηλώσουμε με
σαφήνεια τις προθέσεις μας για την δημόσια υγεία και δημόσια παιδεία, να καταργήσουμε κάθε
αντεργατικό νόμο, να διώξουμε την αστυνομία από τα ΑΕΙ, να ξεκινήσουμε τον πραγματικό
εκδημοκρατισμό κυρίαρχων δομών του κράτους, όπως π.χ. της Αστυνομίας, να προχωρήσουμε
θαρραλέα στον χωρισμό της Πολιτείας από την Εκκλησία. Να θυμηθούμε ότι η μεγάλη μας άνοδος
ξεκίνησε και με την σύνδεση μας με τα κοινωνικά κινήματα εκείνα που ζητούσαν ζωή και αξιοπρέπεια.
Να επαναβεβαιώσουμε ότι τα δικαιώματα είναι ταυτοτικό στοιχείο της δικής μας Αριστεράς. Να
καταθέσουμε μια συγκεκριμένη πρόταση για την στεγαστική πολιτική. Γιατί σήμερα ένας εργαζόμενος
αυτής της χώρας πρέπει να δώσει πάνω από το μισό μηνιαίο εισόδημα του για στέγαση. Είναι λοιπόν
καθήκον μας να απευθυνθούμε με ανοιχτή καρδιά στους πολίτες για όλα αυτά τα θέματα. Γιατί η
ενασχόληση με τα δικαιώματα δεν μπορεί να θεωρείται μια εξεζητημένη ενασχόληση κάποιων περίεργων
στο Κόμμα, ούτε να αποτιμάται με στυγνή ψηφοθηρική λογική, αλλά βιωμένη, ματωμένη πραγματικότητα
της δικιάς μας Αριστεράς, κτήμα και βασική συνιστώσα των συζητήσεων κάθε ΟΜ στον προσυνεδριακό
διάλογο.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι μετά το καλοκαίρι του 2019 και τη διαδικασία της διεύρυνσης, ελέω και
της πανδημίας η οποία μας αποστέρησε από τη δυνατότητα της συχνής παρουσίας και κομματικής
συζήτησης στις Οργανώσεις, οι πλείστοι έχουν παραμείνει με την ιδεολογική και πολιτική συγκρότησή
των χώρων από τους οποίους προέρχονται και πόρρω απέχουμε από την πολιτική όσμωση,
τουλάχιστον στα θέματα τα οποία αποτελούν παρακαταθήκη και δεν επιδέχονται αστερίσκους και
υποσημειώσεις για όποιον αναγνωρίζει τον εαυτό στο χώρο της Αριστεράς. Οφείλουμε να αναδείξουμε
με δύναμη αυτά τα ζητήματα κατά την διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου και να τα υπερασπίσουμε
στο Συνέδριο. Να μην διστάσουμε να συγκρουστούμε με κατεστημένες αντιλήψεις, να δηλώσουμε τον
ανειρήνευτο αγώνα μας απέναντι στον φασισμό, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την πατριδοκαπηλεία, , την
μιλιταρολαγνεία, όσο αντιδημοφιλή και αν τα θεωρούν κάποιοι, ακόμη και μέσα στο Κόμμα.

Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υποχρεωτικός Εμβολιασμός, άρθρο στο tvxs.gr

Από την αρχή της πανδημίας, άπαντες συμφωνούν ότι βιώνουμε πρωτοφανείς περιορισμούς που έχουν παραβιάσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλα τα βασικά ατομικά, πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα και έχουν περιορίσει τη δημοκρατία και το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτοί βρίσκονται εντός της Αρχής της νομιμότητας και του κράτους δικαίου.

Η συζήτηση οξύνθηκε από την εμφάνιση των εμβολίων και μετά. Από τo «εμβολιαστικό απαρτχάιντ» και τον «εμβολιαστικό εθνικισμό», μέχρι και τη διανομή εμβολίων σε πληθυσμούς κατειλημμένων περιοχών, τα ζητήματα σχετικά με την πρόσβαση στα εμβόλια δεν έπαψαν να απασχολούν τον ακαδημαϊκό χώρο. Στο πλαίσιο αυτό έχει προκύψει και το ερώτημα του κατά πόσο το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι συμβατό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ).

Η καινοτομία της ΕΣΔΑ δεν είναι ο κατάλογος των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει, αλλά το γεγονός πως για πρώτη φορά προβλέφθηκε από κείμενο του διεθνούς δικαίου η ύπαρξη ενός δικαιοδοτικού μηχανισμού, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), υπεύθυνου να προασπίσει τα προβλεπόμενα δικαιώματα σε περίπτωση παραβίασής τους. Το ΕΔΑΔ μέσα από την πλούσια νομολογία του κατάφερε να εμπλουτίσει το στοιχειώδες κείμενο προστασίας της ΕΣΔΑ, συμβάλλοντας μέσα από την λεπτομερειακή και ενδελεχή περιπτωσιολογία του στην συμπλήρωση των κενών της.

Μέσα από τη διαρκή εξελισσόμενη νομολογία του έχει οδηγήσει και στην αύξηση της νομικής σημασίας της ΕΣΔΑ. Όπως άλλωστε τόνισε το ΕΔΑΔ σε απόφαση του, οι αποφάσεις του δεν εξαντλούνται στην επίλυση συγκεκριμένων διαφορών που άγονται ενώπιον τους αλλά χρησιμεύουν «γενικότερα για να διευκρινίζουν, να διαφυλάττουν και να αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο της Σύμβασης, συμβάλλοντας έτσι στον σεβασμό και στην τήρηση εκ μέρους των κρατών των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει (αποφάσεις της 18.1.1978 Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου και της 24.7.2003 υπόθεση Karner κατά Αυστρίας).

Το ΕΔΑΔ έχει αναφερθεί στον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του COVID-19 αποκλειστικά σε απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήσεων χορήγησης ασφαλιστικών μέτρων. Δεδομένου, ωστόσο, ότι σε αυτές δεν κρίθηκαν οι προσφυγές επί της ουσίας, οι αποφάσεις δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην απάντηση του ερωτήματος.

Αρχικά, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα του κατά πόσο το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού παραβιάζει κάποιο δικαίωμα που προβλέπεται στην ΕΣΔΑ. Τον περασμένο Απρίλιο, το τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΑΔ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, τονίζοντας ότι καθαυτή η υποχρέωση εμβολιασμού και η ύπαρξη άμεσων συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης συνιστούν παρέμβαση στο προστατευόμενο δικαίωμα από το Άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (Vavřička και άλλοι κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, παρ. 263-264). Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά του COVID-19 αποτελεί παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό ενσωματώνεται στο Άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ είναι αδιαμφισβήτητο.

Στο ίδιο πλαίσιο, το άρθρο 5 της Σύμβασης του Οβιέδο κατοχυρώνει την αυτονομία του προσώπου, η οποία συνεπάγεται την αδυναμία της φυσικής επέμβασης στο σώμα ενός προσώπου χωρίς τη θέλησή του ή μόνο μετά από την ενημερωμένη συναίνεσή του. Άρα, η υποχρεωτικότητα με φυσικό εξαναγκασμό, με την επενέργεια τρίτου, είναι μια πράξη ανεπίτρεπτη και παράνομη.

Ωστόσο, δεδομένου ότι το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν είναι απόλυτο, αλλά τελεί υπό τους περιορισμούς που αναγράφονται στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, το επόμενο βήμα για τον έλεγχο της συμβατότητας του μέτρου με την ΕΣΔΑ είναι ο έλεγχος του κατά πόσο η παρέμβαση (ήτοι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά του COVID-19) δικαιολογείται βάσει κάποιου/-ων λόγου/-ων που αναφέρονται στην ρήτρα περιορισμών του Άρθρου 8 παρ. 2, δηλ. αν το προβλεπόμενο υπό του νόμου μέτρο αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μία δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την υγεία και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.

Στη πρόσφατη απόφασή του, Vavřička και άλλοι κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, στην οποία το τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΑΔ ήλεγξε τη συμβατότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού παιδιών με την ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο διευκρίνισε και ανέπτυξε περαιτέρω μια σειρά κριτηρίων για την εκτίμηση της αναγκαιότητας του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε μία δημοκρατική κοινωνία. Το ΕΔΑΔ αναγνώρισε ότι σε θέματα υγειονομικής περίθαλψης οι εγχώριες Αρχές είναι σε καλύτερη θέση να αξιολογήσουν την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, γεγονός που δείχνει ότι θα τους αναγνώριζε αντίστοιχα ευρύ περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο μίας πανδημίας, όπως η παρούσα.

Στην έν θέματι υπόθεση, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει και την συμβατότητα της επιβολής του υποχρεωτικού εμβολιασμού με το Άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το μέτρο παραβίαζε την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησής τους. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο τόνισε ότι δεν εμπίπτουν όλες οι απόψεις ή πεποιθήσεις στο πεδίο προστασίας του Άρθρου 9 και ότι προκειμένου να εμπίπτει μία πεποίθηση σε αυτό, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από επαρκή πειστικότητα, σοβαρότητα, συνοχή και σπουδαιότητα (παρ. 332-334). Το ΕΔΑΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν ότι η κριτική τους γνώμη για τον εμβολιασμό προστατεύεται από το Άρθρο 9 της ΕΣΔΑ ( παρ. 337).

Σε ανάλογη υπόθεση, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε τη σημαντικότατη απόφαση 2387/2020, με την οποία δέχτηκε ότι «η αξίωση του μη εμβολιασμού αντίκειται στην Αρχή της ισότητας, επειδή κάποιος αρνούμενος να εμβολιαστεί και επικαλούμενος ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, έχει το προνόμιο ότι διαβιώνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον που οφείλεται στο γεγονός ότι άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντος του έχουν εμβολιαστεί. Με αυτόν τον τρόπο το δικαστήριο στάθμισε τα δύο δικαιώματα, το ατομικό δικαίωμα στην υγεία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 §2 του Σ. με την υποχρέωση της Πολιτείας για την προστασία της δημόσιας υγείας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 §3 του Σ.

Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η Σύμβαση του Οβιέδο που επιτρέπει, στο άρθρο 26 τη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων «…για την προστασία της δημόσιας υγείας…».

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, λοιπόν, δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ ούτε στο Σύνταγμα υπό τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτει το ΕΔΑΔ. Όμως μία συντεταγμένη και δημοκρατική Πολιτεία οφείλει να εξαντλήσει όλα τα πρόσφορα μέσα πειθούς πριν καταλήξει σε αυτό το μέτρο. Μέσω εκστρατειών στοχευμένης ενημέρωσης και εαυσθητοποίησης οφείλει να ενθαρρύνει τον εκούσιο εμβολιασμό, πείθοντας πρωτίστως τους πολίτες ότι πρόκειται για ένα προνόμιο, κατάκτηση της Επιστήμης και νίκη του Ορθολογισμού και του Διαφωτισμού.

Όπως τονίζουν και τα ψηφίσματα 2361 (2020) και 2383 (2021) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι πολίτες οφείλουν να είναι πλήρως και πλουραλιστικά ενημερωμένοι, οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να είναι στοχευμένες και προσαρμοσμένες σε κάθε ηλικιακή, μορφωτική και επαγγελματική ομάδα και μάλιστα η ενημέρωση πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία που επικαιροποιούνται συνεχώς, με –εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής κλίμακας– εκστρατείες. Η Πολιτεία οφείλει να κάνει επίκληση στο αίσθημα αλληλεγγύης των πολιτών, κάνοντας σαφές ότι ο εμβολιασμός προσφέρει όχι μόνο προστασία στον εμβολιαζόμενο άτομο αλλά και στην κοινότητα, μέσω της ανοσίας της αγέλης αλλά και της μη επιβάρυνσης του συστήματος υγείας.

Τα μέτρα πρέπει να στοχεύουν στην ενθάρρυνση και όχι να είναι τιμωρητικά. Διοικητικά μέτρα, όπως αυτά που είδαμε προσφάτως για τους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών, πέραν του ότι διχάζουν, εντείνουν τη δυσπιστία έναντι των εμβολίων.

Από τον αντισημιτισμό στο Ολοκαύτωμα. Έγκλημα και Συναίνεση, άρθρο στην Αυγή

Η συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας, εκεί που στηρίχθηκε η γερμανική προπαγάνδα ώστε να πάρει τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του ναζιστικού εγχειρήματος της εξολόθρευσης των Εβραίων που κατέληξε στο Ολοκαύτωμα, στον παραλογισμό της Ιστορίας και μας δίνει τροφή για σκέψη για τη σχέση μεταξύ λαϊκής, έστω και σιωπηρής συναίνεσης, και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Το ευρύ γερμανικό κοινό γνώριζε για τις φρικαλεότητες που συντελούνταν πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ. Ήξεραν πολύ καλά ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν γεμάτα Εβραίους με την κατηγορία των «υπανθρώπων» και των «εκμαυλιστών της φυλής» και ότι εξοντώνονταν, όπως και άλλες πληθυσμιακές ομάδες και μειονότητες. Η εξολόθρευση 6 εκ. Εβραίων δεν καλλιεργήθηκε σε ένα άβουλο και απαθή λαό, απλώς ο προϋπάρχων αντισημιτισμός των Γερμανών έλαβε ιδεολογικό περίβλημα από το Ναζιστικό καθεστώς. Εξάλλου ο αντισημιτισμός του Μεσοπολέμου δεν ήταν Γερμανική αποκλειστικότητα. Αρκεί να θυμηθούμε το τι συνέβη στη Διάσκεψη του Εβιάν το 1938: χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Γκόλντα Μέιρ, μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ, η οποία ήταν παρούσα στη Διάσκεψη. Ήταν οργισμένη, όπως έγραψε αργότερα, διότι οι «αριθμοί» για τους οποίους μιλούσαν με τόση αναισθησία οι κυβερνώντες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, δεν ήταν παρά ανθρώπινα όντα, τα οποία καταδικάζονταν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στα φρικτά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ, μόνο και μόνο επειδή οι υποκριτικές κυβερνήσεις των υπολοίπων χωρών αρνούνταν να τους παράσχουν άσυλο και βίζα. Η απάνθρωπη και υποκριτική αντίδραση της Δύσης, άφησε το περιθώριο στον Χίτλερ να χλευάσει το αποτέλεσμα της Διάσκεψης, να εντείνει τις διώξεις του και να θέσει σε εφαρμογή την Τελική Λύση.

Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι επανειλημμένα ο Χίτλερ είχε προαναγγείλει την εξολόθρευση κάθε Εβραίου επί Γερμανικού εδάφους. Χιλιάδες, κατευθυνόμενα από τη χιτλερική προπαγάνδα, άρθρα είχαν δημοσιευθεί, όπου με περηφάνεια εξαγγέλλονταν, βήμα βήμα, τα μέτρα που θα υλοποιούσαν το ναζιστικό όραμα. Ο RobertGellately, στο βιβλίο του BackingHitler: ConsentandCoercioninNaziGermany, μετά από έρευνα στις 24 μεγαλύτερες εφημερίδες και περιοδικά της Γερμανίας της εποχής, σημειώνει ότι ο Τύπος σε όλη τη χώρα, ήδη από το 1933, χρονιά ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, έπαιζε τον ρόλο εκμαυλιστή της κοινής γνώμης με στόχο την κανονικοποίηση της εξόντωσης 6 εκ. Εβραίων.

Ήδη από το 1933 οι εφημερίδες ανέφεραν τη δολοφονία 12 κρατουμένων στο Νταχάου, το πρώτο «πιλοτικό» στρατόπεδο που φτιάχτηκε, αρχικά για κομμουνιστές. Στις 23 Μαΐου, η DachauerZeitung έγραφε ότι το στρατόπεδο ήταν το πιο «διάσημο μέρος της Γερμανίας», ενώ το 1934, η ευρείας κυκλοφορίας και κύριο όργανο της ναζιστικής προπαγάνδας VolkischeBeobachter ανακοίνωνε τη διεύρυνση των μέτρων κατά άλλων «πολιτικών εγκληματιών», αναφέροντας ως παράδειγμα τους Εβραίους με την κατηγορία της παρακμής της φυλής, παραθέτοντας φωτογραφίες «τυπικών υπανθρώπων» με «δύσμορφα κεφάλια», ενώ, για πρώτη φορά, σημειώνεται ότι η κράτησή τους είναι αόριστης διάρκειας. Από το 1936 και μετά δε γίνεται καμία αναφορά σε κομμουνιστές κρατούμενους, ενώ στην εφημερίδα των SSDasSchwarzeKorps τα στρατόπεδα ορίζονται ως τόποι για «εκμαυλιστές της φυλής». Τον Γενάρη του 1937, η Βερολινέζικη BorsenZeitung μεταφέρει δηλώσεις του αρχηγού των SS, HeinrichHimmler, αναφορικά με την αδήριτη ανάγκη για «ακόμη περισσότερα στρατόπεδα» για «αυτούς με υδροκεφαλισμό, στραβισμό, δύσμορφους Εβραίους και μία ολόκληρη σειρά φυλετικά κατώτερων τύπων».

Το Νοέμβρη του 1938, το αντισημιτικό πογκρόμ που ακολούθησε τη Νύχτα των Κρυστάλλων είχε διθυραμβική κάλυψη από το σύνολο του Τύπου, την ώρα που ο Υπουργός προπαγάνδας Γκαίπμπελς ανακοίνωνε ότι η «τελική απάντηση» στο εβραϊκό πρόβλημα θα διευθετηθεί με κυβερνητικό διάταγμα.

Είναι τότε που η εφημερίδα Manchester Guardian, ο σημερινός Guardian, δημοσιεύει κύμα μικρών αγγελιών χάρη στις οποίες, εβραϊκές οικογένειες από την Αυστρία κατάφεραν να φυγαδεύσουν τα παιδιά τους στη Δύση, εκτός Ράιχ, και να τα σώσουν από τους Ναζί. Τα επιγραμματικά κείμενα διαβάζονται σαν κοινή παράκληση όλων των αποστολέων: «Πάρτε το παιδί μου!»

Ανάλογου περιεχομένου εκκλήσεις δημοσίευσαν και οι λονδρέζικοι Times και η Telegraph, ωστόσο η εφημερίδα Manchester Guardian προτιμήθηκε από τους υποψήφιους φυγάδες διότι η πόλη φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιρουμένου του Λονδίνου, και είχε δεσμούς με τη Βιέννη λόγω του εμπορίου κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Ο τρόπος με τον οποίο η εφημερίδα ανέφερε τον ναζιστικό αντισημιτισμό και υποστήριξε την είσοδο των προσφύγων στη Βρετανία, και στη συνέχεια την προστασία τους, μπορεί να θεωρηθεί μία από τις πιο υπερήφανες στιγμές στην ιστορία της

Στα τέλη των 1939, όλες οι Γερμανικές εφημερίδες ανακοινώνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 8μμ για τους Εβραίους που «μολύνουν την Αρία Φυλή» και μάλιστα το Νοέμβρη δημοσιεύουν τα ανακοινωθέντα της Αστυνομίας για τις πρώτες εκτελέσεις «αντικοινωνικών στοιχείων» χωρίς δίκη, ενώ τον Μάρτη του 1941, η HamburgerFremdenblatt έχει εκτενή αναφορά για την πρώτη μαζική δημοπρασία περιουσιών Εβραίων που κρατούνται ή δολοφονήθηκαν, στην οποία συμμετείχαν 100.000 πολίτες.

Από το 1941 και μετά, πέφτει σιωπητήριο: η χρήση των θαλάμων αερίων, καθώς αποτελούσε μέρος της «Τελικής Λύσης» περιβαλλόταν από καθεστώς λογοκρισίας, γεγονός που επέτρεψε στους ίδιους τους Ναζί, λίγο μετά την λήξη του Β΄ΠΠ να αναδειχθούν στους πρώτους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Παραμένει αξιομνημόνευτος και ηγεμονικής σημασίας για το περιεχόμενο των αρνήσεων που ακολούθησαν μετά, ο λόγος του Χίμλερ προς τους αρχηγούς των SS :

“ [...] Θέλω να σας μιλήσω πολύ σοβαρά, με ειλικρίνεια, για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αναμεταξύ σας μπορεί να συζητιέται και να αναφέρεται με ειλικρίνεια αλλά εμείς, ποτέ δε θα μιλήσουμε γι’ αυτό δημόσια [...] Εννοώ την εκκαθάριση των Εβραίων, την εξόντωση της Εβραϊκής φυλής”

Μετά το Ολοκαύτωμα και την ήττα της Γερμανίας, ο ορατός αντισημιτισμός κόπασε τη δημόσια ορμή του και τις εξαγγελίες θανάτου. Η εξοντωτική για τον Αλλο κανονικότητα του Ραιχ του Χιτλερ μετουσιώθηκε σε αίσθημα εξωτερικευμένης ήττας και ενοχής του γερμανικού λαού. Οι αναδιπλώσεις τέτοιας μορφής δεν στοιχειοθέτησαν ποτέ όμως ολοκληρωτική παύση του αντισημιτισμού που δεν άργησε να βρει νέες μεταμορφώσεις στις ερχόμενες δεκαετίες, τόσο στη μουδιασμένη Γερμανία όσο και αλλού, καθώς ο αντισημιτισμός είναι η πιο ανθεκτική μορφή ρατσισμού και η πιο δραματική απόδειξη ότι ο σκοτεινός Μεσαίωνας δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τον δικαιωματικό 21ο αιώνα.

Η Ιστορία δε συγχωρεί αυτούς που την αγνοούν, άρθρο στην Κυριακάτικη Χαραυγή

Είναι κοινός τόπος ότι η λέξη με την οποία θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, αν όχι απόλυτα ταυτισμένη, η διακυβέρνηση Αναστασιάδη είναι τα «διαβατήρια». ‘Όμως, σήμερα, δεν πρόκειται για τα χρυσά διαβατήρια της πώλησης της κυπριακής ιθαγένειας, αλλά για την αφαίρεση των διαβατηρίων από τον Ερσίν Τατάρ και άλλα προβεβλημένα στελέχη της «κυβέρνησής» του, γεγονός που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και έσυρε την πολιτική ζωή του νησιού και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων σε εποχές περιχαράκωσης, αν όχι έξαρσης του Εθνικισμού. Την παραπάνω ενέργεια ακολούθησε η περίφημη δήλωση του Προέδρου για επιστροφή στο Σύνταγμα του 60, προφανώς ο ίδιος θεωρεί βέλτιστη λύση το veto, τις εγγυήσεις και την θεσμική παρουσία ξένων στρατών. Αν σε αυτά προστεθούν και οι ψίθυροι για δύο κράτη, οι οποίοι βέβαια αποκτούν βαρύτητα όχι μόνο από το πλήθος και την πολυμέρεια των πηγών, αλλά και όταν επιβεβαιώνονται από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, προνομιακό συνομιλητή του Προέδρου. Ακόμη και ο, διορισμένος από τον ίδιο, διαπραγματευτής για το Κυπριακό Α. Μαυρογιάννης έκανε λόγο σε συνέντευξή του για «ιδεοθύελλα για δυο κράτη»

Κατά τις μυστικές συναντήσεις με τον Τσαβούσογλου, ο Τούρκος ΥΠΕΞ ισχυρίστηκε ότι συζήτησαν για δύο κράτη και μετά για Συνομοσπονδία. Προσφάτως ο κ. Αναστασιάδης μίλησε για αποκεντρωμένη Ομοσπονδία, χωρίς όμως να δίνει λεπτομέρειες για το τι εννοεί ακόμη στα Ηνωμένα Έθνη. Νομίζω ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του Προέδρου.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν ξαφνιάζουν τους επαρκείς γνώστες του Κυπριακού από το Κρανς Μοντανά, εκεί όπου χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για λύση του Κυπριακού, όπως επεσήμανε ο ίδιος ο ΓΓ του ΟΗΕ, και μετά: γιατί μπορεί ο καθένας να έχει μπερδευτεί αναφορικά με το τι θέλει ο Κύπριος Πρόεδρος για το Κυπριακό, ξέρουμε, όμως, όλοι, πλέον, τι δε θέλει: λύση, ακόμη και αν αυτό εξυπηρετεί το διαχρονικό στόχο της Τουρκίας που είναι η οριστική διχοτόμηση του νησιού.

Από τη κατάρρευση των συνομιλιών και μετά είναι η μεγαλύτερη περίοδος από το 1974 χωρίς διαπραγματεύσεις. Η ιστορική εμπειρία του Κυπριακού καταδεικνύει ότι σε περιόδους όπου δεν υπάρχει διαπραγματευτική διαδικασία η κατάσταση επιδεινώνεται και επιχειρούνται νέα τετελεσμένα από την Τουρκία. Το ψευδοκράτος, η λεγόμενη «ΤΔΒΚ» ανακηρύχθηκε το 1983, μετά από την απόρριψη των Δεικτών Κουεγιάρ, που προνοούσε την άμεση επιστροφή της Αμμοχώστου με μοναδική προϋπόθεση την έναρξη συνομιλιών και απορρίφθηκαν τελικά από τον τότε πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού με ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ να διαφωνούν. Η επίσημη στροφή της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την ομοσπονδία στη συνομοσπονδία έγινε το 1997, όταν και πάλι υπήρχε διαπραγματευτικό κενό και μεσουρανούσε η πυραυλολογία και η ηφαιστειολογία. Οι έντονες προσπάθειες για απευθείας εμπόριο του ψευδοκράτους καταβλήθηκαν μετά το γνωστό αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων του 2004.

Αντί να αποστέλλονται θετικά μηνύματα στην κοινωνία για την ανάγκη να υπάρξει λύση του Κυπριακού, για την ανάγκη άμεσης επανέναρξης των συνομιλιών, για το πόσο επικίνδυνη είναι η συνέχιση του απαράδεκτου στάτους-κβο και η διολίσθηση προς οριστική διχοτόμηση, για το ότι η μόνη ρεαλιστική βάση επίλυσης του Κυπριακού και επανέναρξης των διαπραγματεύσεων είναι η στήριξη του συμπεφωνημένου πλαισίου λύσης όπως υιοθετήθηκε από επανειλημμένες αποφάσεις του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, έχει επιλεγεί η αοριστολογία, η κενολογία υπό τη μορφή καινοφανών λύσεων και οι καταγγελτικές ενέργειες που αποδεδειγμένα πλέον ούτε μεγάλο κόστος επιφέρουν στην Τουρκία ούτε απαλλάσσουν από το διχοτομικό στάτους κβο.

Η επιστήμη του Δικαίου, όπως και η Πολιτική, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση των πράξεων, αλλά επεκτείνεται και σε αυτή των παραλείψεων. Είμαι πεπεισμένη ότι κανείς Ε/κύπριος δεν θα επιχειρηματολογούσε ευθαρσώς υπέρ της διχοτόμησης με ό,τι αυτό σημαίνει: το χάρισμα του μισού νησιού στην Τουρκία, την παγίωση της Κατοχής και της προσφυγιάς, την απώλεια των περιουσιών, τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Όμως η αδράνεια ακριβώς σε αυτό οδηγεί. Και η Ιστορία θα είναι αμείλικτη στην απόδοση ευθυνών.

Copyright © 2012. www.mariayannakaki.gr | Όλα τα νέα σήμερα newspolis.gr | Designed by Shape5.com

Η επίσημη ιστοσελίδα της Μαρίας Γιαννακάκη | υποψηφιοι, Αττική, περιφέρεια, Παρέμβαση, για την Αττική, Β' Πειραιά, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Αγ. Ιωάννης, Ρέντης, Πέραμα, Πειραιάς, Ανθρώπινα, δικαιώματα, LGBT, ισότητα, Εξωτερική, πολιτική, Εθνική Άμυνα, Τουρκία, Κύπρος, Κυπριακό, Ευρωπαϊκή, Ένωση, ομοφυλόφιλοι, Ρομά